- χλωρυδρικός
- η , ό[ν] хим.1) хлористоводородный; 2) солянокислый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χλωρυδρικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χλωρυδρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + υδρικός (< θ. υδρ τού ὕδωρ). Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Τ. Ε. Δρακούλη] … Dictionary of Greek